ρηΐτερος

ρηΐτερος
-έρα, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. ῥῇτερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥηίτερος — ῥᾴδιος easy masc nom sg ῥηΐτερος , ῥᾴδιος easy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ράτερος — και ῥηΐτερος και ῥῄτερος, έρα, ον, Α (συγκρ. τ.) ευκολότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾷ* + κατάλ. τερος τού συγκριτικού βαθμού] …   Dictionary of Greek

  • ρήτερος — και ῥηΐτερος, έρα, ον, Α (συγκρ. τ. τού ῥᾷδιος) βλ. ῥᾴτερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”